- ερμητικότητα
- [-ης (-ητος)] η герметичность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερμητικότητα — η [ερμητικός] η ιδιότητα τού εντελώς κλειστού, τού στεγανού, τού φραγμένου, η στεγανότητα … Dictionary of Greek
ερμητικότητα — η η ιδιότητα του ερμητικού, στεγανότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)