ερμητικότητα

ερμητικότητα
[-ης (-ητος)] η герметичность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ερμητικότητα" в других словарях:

  • ερμητικότητα — η [ερμητικός] η ιδιότητα τού εντελώς κλειστού, τού στεγανού, τού φραγμένου, η στεγανότητα …   Dictionary of Greek

  • ερμητικότητα — η η ιδιότητα του ερμητικού, στεγανότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»